- ζευγοτροφοῦντες
- ζευγοτροφέωkeep a yoke of beastspres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζευγοτροφώ — ζευγοτροφῶ, έω (Α) [ζευγοτρόφος] τρέφω, έχω στην κατοχή μου ζεύγος ίππων ή βοδιών («οἱ ζευγοτροφοῡντες ζευγίσιον ἐτέλουν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek